- μονόδραμα
- το монодрама
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονόδραμα — το, ατος θεατρικό έργο στο οποίο πρωταγωνιστεί ένα μόνο πρόσωπο: Στο θέατρό του θα ανεβάσουν φέτος ένα μονόδραμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονόδραμα — το θεατρικό έργο στο οποίο παίζει μόνο ένα πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monodrama (< μον(ο) * + δράμα)] … Dictionary of Greek
λυκόφρων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Μήστορος και καταγόταν από τα Κύθηρα. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι έφυγε από την πατρίδα του, επειδή είχε διαπράξει φόνο και πήγε να πολεμήσει στην Τροία υπό την αρχηγία του Αίαντα του Τελαμώνιου, αλλά… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
Εβρέινοφ, Νικολάι — (Nikolay Jevreinov, Μόσχα 1879 – Παρίσι 1953). Ρώσος θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και θεωρητικός του θεάτρου. Σπούδασε νομικά και μουσική στην Πετρούπολη και το 1905 εγκατέλειψε την υπαλληλική σταδιοδρομία που είχε αρχίσει για να αφοσιωθεί… … Dictionary of Greek